- χασμώμαι
- χασμῶμαι, -άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, -άομαι Α [χάσμη]εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαιμσν.-αρχ.(για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενόαρχ.1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το στόμα ανοιχτό («ἰλιγγιῴης ἂν καὶ χασμῷο οὐκ ἔχων ὅ,τι εἴποις», Πλάτ.)2. (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ χασμώμενοιχάχες, χαζοί, ανόητοι.
Dictionary of Greek. 2013.